- ἐγείρεσθαι
- ἐγείρωawakenpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-креснуть — в воскреснуть. Заимств. из цслав.; ср. др. русск., ст. слав. въскрьснѫти ἀναστῆναι, въскръсати ἐγείρεσθαι, болг. въскръсна, сербохорв. у̀скрснути – то же. Из въз и крес II … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ποππυσμός — ὁ, ΜΑ [ποππύζω] συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για κάλεσμα ή καταπράυνση τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», Ξεν.) αρχ. έπαινος, επευφημία … Dictionary of Greek